- γαγγαλίζω
- γαγγαλίζω (Α)γαργαλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαργαλίζω*, που συνδέεται με τις γλώσσες του Ησυχίου γαγγαλάν, γαγγαλίζεσθαι «ήδεσθαι», γαγγαλίδες «γελασίνοι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαγγαλίζω — pres subj act 1st sg γαγγαλίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγαλίζειν — γαγγαλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγαλίζεσθαι — γαγγαλίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγαλίζεται — γαγγαλίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)